Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Saint Vladimir (Chapter I)

Αττική, 2:47 π.μ

Η ατμόσφαιρα ήταν ομιχλώδης στο εμπορικό λιμάνι του Σκαραμαγκά και τα φθινοπωρινά σύννεφα (προοικονόμοι των πρώτων καταιγίδων) κάλυπταν το φως της σελήνης. Το εξωτερικό του φορτηγού ήταν βρεγμένο από την αυξημένη υγρασία και οι πρώτες στάλες βροχής διέγραφαν την διαγώνια πορεία τους στην ατμόσφαιρα. Ο Βλαντ κάθονταν στη θέση του οδηγού της παλιάς παρκαρισμένης μερσεντές και μόλις είχε ανάψει το τσιγάρο του. Ο καπνός καθώς εξαπλώνονταν έξω απ' το παράθυρο έσπαγε τη μουντίλα που επικρατούσε λίγο πριν γίνει ένα με την ακίνητη ομίχλη, ακίνητη όπως το κόκκινο εμπορικό πλοίο που ήταν δεμένο στην προβλήτα λίγα μέτρα απ' το φορτηγό. Στην πρύμνη του ήταν γραμμένο με άσπρα γράμματα το όνομα "Shanny", Rotterdam. Είχε ελάχιστα φώτα αναμμένα σαν να ήταν άδειο ή σαν να ήθελε να κρυφτεί από κάτι. Ο Βλαντ έβγαλε ένα μπλοκάκι απ' την τσάντα του και βάλθηκε να το ζωγραφίσει. "Μα τι κάνει μισή ώρα τώρα ο μαλάκας ο Βασίλης; Τις δοκιμάζει;" είπε κοιτάζοντας το πλοίο, συνοδευόμενος από τους ήχους των σύννεφων καθώς συγκρούονταν μεταξύ τους. Για πέντε δευτερόλεπτα ένιωσε νεφεληγερέτης

Η καταιγίδα είχε ξεσπάσει για τα καλά όταν φάνηκαν μερικές σιλουέτες να κατεβαίνουν τη σκάλα του "Shanny". Πρώτος στη σειρά ήταν ένας άντρας, όχι πολύ ψηλός, ο οποίος φορούσε ένα μπερέ και κρατούσε το μπουφάν του πάνω απ' το κεφάλι του (μάλλον για να μη βραχεί ο μπερές). Από πίσω ακολουθούσαν πέντε γυναίκες (που εκείνη τη στιγμή σίγουρα έβριζαν σε κάποια ξένη διάλεκτο) καθώς και άλλοι δύο άντρες που βοηθούσαν με τις αποσκευές. Έφτασαν βιαστικά στο φορτηγό, ο Βλαντ άναψε τη μηχανή την ώρα που ο Βασίλης φόρτωνε το νεοαφηχθέν εμπόρευμα πίσω.
"Φίλε Βλαντ πρέπει να τις δεις! Σαν βρεγμένες γάτες είναι, άλλα ο Θεολόγης πάλι τις καλύτερες διάλεξε" είπε ο Βασίλης πριν κάτσει στη θέση του συνοδηγού βλασφημώντας τα θεία για την ξαφνική βροχή.
Ο Βλαντ παρέμεινε σιωπηλός, δεν του άρεσαν τα αγενή σχόλια που ο κόσμος συνήθιζε να κάνει στις
γυναίκες που πούλαγαν έρωτα. Ήταν επάγγελμα και ήταν σεβαστό, και στον Βλαντ άρεσε να πηδιέται με πόρνες, το έβρισκε αντιαγχωτικό! Με αυτό τον τρόπο έσκιζε το χαρτί που έγραφε "ρουτίνα" και ξεκίναγε κάτι καινούριο. Εν πάσι περιπτώσει, τον συμπαθούσε τον Βασίλη διότι ήταν άτομο με χιούμορ και μια καλή παρέα για τις δουλειές του Θεολόγη. Γενικά ο Βασίλης άνηκε στο ποσοστό των ανθρώπων που συνήθιζαν να βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο. Η αισιοδοξία σε αντίθεση με την υπερεκτίμηση δεν έβλαψε ποτέ κανέναν...

Το φορτηγό ξεκίνησε για βόρεια προάστια, προορισμός ήταν η οικία του Θεολόγη, του αφεντικού, ώστε να του παραδώσουν σώο το νέο εμπόρευμα. Η διαδρομή δεν συγκαταλέγονταν στις σύντομες και ο Βλαντ έπρεπε να είναι πέντε φορές πιο προσεκτικός. Όσο ο Βασίλης σκάλιζε τη μύτη του και σιγοτραγουδούσε στους ρυθμούς του ραδιοφώνου, εκείνος παρέμενε συγκεντρωμένος και υπονομετικός. Κοίταζε το δρόμο όπως ο κυνηγός το θήραμα. Και ο Βλαντ ήξερε καλά από κυνήγι, του είχε μάθει ο πατέρας του καθώς από μικρό τον έπαιρνε μαζί του. Πολλές φορές του επισήμαινε ότι όταν θα κρατούσε στα χέρια του όπλο, θα ήταν για κάποιο σοβαρό λόγο, π.χ το κυνήγι παρέπεμπε στην τροφή, άρα στην επιβίωση...Βέβαια η "αυτοάμυνα" δεν υπήρξε ποτέ λόγος για να κρατήσει ο Βλαντ όπλο στα χέρια του, όχι ακόμα δηλαδή. Σε λίγο καιρό θα ανακάλυπτε ότι οι δεξιότητές του στο κυνήγι θα του έσωζαν τη ζωή!

Με το ένα χέρι στο τιμόνι άναψε άλλο ένα τσιγάρο. Σκούντηξε το Βασίλη και ενώ αυτός απολάμβανε την είσοδό του στον μεγάλο κήπο του μορφέα ο πρώτος έκλεισε την πύλη. Το βρίσιμο που ακολούθησε απ' το στόμα του Βασίλη φαίνονταν πλέον γραφικό. Η λέξη συνοδηγός έχει φτιαχτεί για να καταλαβαίνει ο άλλος ότι πρέπει να βρίσκεται σε άμεση επικοινωνία με τον οδηγό και να του παρέχει οποιαδήποτε βοήθεια. Ο Βλαντ δεν θύμωνε, ο Βασίλης απλά είχε πλάκα και το φορτηγό κυλούσε στο δρόμο σαν χορετής σε παγοδρόμιο. Δεν ανησυχούσαν για κάτι, μονάχα για κάποιο πιθανό εριστικό σχόλιο από το βοηθό του Θεολόγη, τον Δημήτρη. Ποτέ δεν κατάφερε να αναπτυχθεί κάποια συμπάθεια μεταξύ τους, απλά οι δυο τους ήταν αναγκασμένοι να τον σέβονται λόγω της θέσης του στην ιεραρχία της "φαμίλιας" του Θεολόγη. Οι γυναίκες πίσω μιλούσαν σιγανά, ανυπομονούσαν να βγουν απ' το στενό και κρύο χώρο του φορτηγού, ήθελαν να κάνουν μπάνιο και να ρίξουν ένα χαστούκι στο Βασίλη για τα σχόλια που τους έκανε όταν τις παραλάμβανε απ' το πλοίο...Η νύχτα προχωρούσε και η διαδρομή λιγόστευε χιλιόμετρο με το χιλιόμετρο. Η (προσωρινή) αγαλλίαση ήταν κοντά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου